σχετικότητα

σχετικότητα
η, Ν [σχετικός]
1. η ιδιότητα τού σχετικού, αυτού που υπάρχει υπό όρους, που είναι εξαρτημένο, που δεν είναι απόλυτο («η σχετικότητα τών ανθρώπινων γνώσεων»)
2. φυσ. η ιδιότητα τών φυσικών μεγεθών να έχουν τιμές που εξαρτώνται από συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η μέτρηση τους ή από το σύστημα αναφοράς με το οποίο συνδέονται
3. φρ. «θεωρία τής σχετικότητας»
i) (φιλοσ.) (παλαιότερα) θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε γνώση και αλήθεια είναι σχετική, συμβατική και παροδική, σχετικοκρατία
ii) φυσ. σύνολο θεωριών που διατυπώθηκαν από τον Άινσταϊν κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες τού αιώνα και σύμφωνα με τις οποίες ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι οντότητες σταθερές και αμετάβλητες αλλά μεγέθη σχετικά, μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη θέση τού παρατηρητή ή, κατά άλλη διατύπωση, στην περίπτωση τής ειδικής σχετικότητας, οι φυσικοί νόμοι είναι ίδιοι σε όλα τα συστήματα αναφοράς που κινούνται με σταθερή ταχύτητα, σε μέτρο και κατεύθυνση, μεταξύ τους, ενώ, στην περίπτωση τής γενικής σχετικότητας, όλα τα συστήματα αναφοράς είναι ισοδύναμα, αρχή βάσει τής οποίας γίνεται η σύνθεση τής μηχανικής και τής βαρύτητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχετικότητα — η 1. το να είναι κάτι σχετικό, όχι απόλυτο και σταθερό. 2. «Θεωρία της σχετικότητας», θεωρία που διατυπώθηκε από τον Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος και ο χώρος είναι μεγέθη σχετικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • Μιλν, Έντουαρντ Άρθουρ — (Edward Arthur Milne, Χαλ 1896 – Δουβλίνο 1950). Άγγλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1920 ονομάστηκε αναπληρωματικός διευθυντής του αστεροσκοπείου ηλιακής φυσικής του Κέιμπριτζ· το 1924 δίδαξε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το… …   Dictionary of Greek

  • Риндлер, Вольфганг — Вольфганг Риндлер Wolfgang Rindler …   Википедия

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • ιμοραλισμός — ὁ 1. έλλειψη ηθικότητας 2. (φιλοσ.) η ηθική δοξασία που οδηγεί στη σχετικότητα τών ηθικών αξιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immoralism < immoral + ism] …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”